καταρράκτης

καταρράκτης
καταρράκτης
Grammatical information: m.
Meaning: `down-swooping, sheer, waterfall, portcullis, movable bridge, sluice'; also name of a bird, `cormorant' (Hdt., S., Ar.).
Other forms: Ion. -ρρήκτης
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: From κατα-ρράττω, -ρρήσσω, s. ῥά̄ττω.
Page in Frisk: 1,801

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καταρράκτης — down rushing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρράκτης — I (Γεωλ.). Πτώση, μικρότερης ή μεγαλύτερης έντασης, της υδάτινης μάζας ενός ποταμού ή χειμάρρου στα σημεία εκείνα της διαδρομής του όπου υπάρχει αισθητά απότομη υψομετρική διαφορά στην κοίτη. Ο σχηματισμός ενός κ. οφείλεται σε πολλαπλές αιτίες.… …   Dictionary of Greek

  • καταρρακτῆς — καταρρακτός fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρράκται — καταρράκτης down rushing masc nom/voc pl καταρράκτᾱͅ , καταρράκτης down rushing masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταράκται — καταρράκτης down rushing masc nom/voc pl καταράκτᾱͅ , καταρράκτης down rushing masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρακτῶν — καταρράκτης down rushing masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρρακτῶν — καταρράκτης down rushing masc gen pl καταρρακτός fem gen pl καταρρακτός masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρράκταις — καταρράκτης down rushing masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρράκτην — καταρράκτης down rushing masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρράκτου — καταρράκτης down rushing masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρράκτῃ — καταρράκτης down rushing masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”